- σίκυος
- και σικυός, ο, ΝΑ1. η αγγουριά2. ο καρπός τής αγγουριάς, το αγγούρι3. φρ. «σίκυος ο πέπων» — βλ. πέπωναρχ.φρ. α) «σίκυος σπερματίας» — ώριμο αγγούριβ) «σίκυος ὁ ἄγριος» — το φυτό ελατήριο, η πικραγγουριά.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σικύα, κατά τα αρσ. (βλ. λ. σικύα)].
Dictionary of Greek. 2013.